Μορφή θεατρικού έργου - ένα παράδειγμα.




 Σε γενικές γραμμές για τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου ακολουθούνται οι εξής "συμβάσεις": 

α) Τίτλος: γράφεται ο τίτλος
β) Πρόσωπα: τα πρόσωπα του έργου με την ιδιότητά τους καταγράφονται στην αρχή του κειμένου.
γ) Σκηνοθετικές οδηγίες: οι σκηνοθετικές οδηγίες τίθενται σε παρένθεση και γράφονται συνήθως με πλάγια γραμματοσειρά
δ) Κείμενο: κάθε φορά που κάποιος ήρωας μιλά, γράφουμε το όνομά του διακριτά στην αρχή της φράσης.
ε) Χωρισμός σε σκηνές: αν το έργο μας χωρίζεται σε σκηνές, το δηλώνουμε ευκρινώς στην αρχή καθεμίας από αυτές.

=> Παρακάτω παραθέτουμε το μονόπρακτο 
του Α. Τσέχωφ, "Η επέτειος(Διηγήματα και Μονόπρακτα, εκδ. Πατάκης)


Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ (του Α. Τσέχωφ)

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Σιπούτσιν Αντρέι Αντρέεβιτς: πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Αμοιβαίας Πίστεως. Άνθρωπος μέσης ηλικίας, με μονόκλ.
Τατιάνα Αλεξέεβνα: γυναίκα του, 25 ετών.
Χίριν Κουσμά Νικολάεβιτς: λογιστής της Τράπεζας, ηλικιωμένος.
Μερτσούτκινα Ναστάσια Φιοντόροβνα: γριά με σαλόπ*.
Μέτοχοι της Τράπεζας.
Υπάλληλοι της Τράπεζας.

Το έργο εκτυλίσσεται, στην Τράπεζα Αμοιβαίας Πίστεως.
Γραφείο του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου. Αριστερά πόρτα, η οποία οδηγεί στα γραφεία της Τράπεζας. Δυο γραφεία. Επίπλωση με αξιώσεις εξεζητημένης πολυτέλειας:βελούδινες πολυθρόνες, άνθη, άγαλμα, τάπητες, τηλέφωνο. Μεσημέρι.
Ο Χίριν μόνος. Φοράει τσόχινα παπούτσια.

ΧΙΡΙΝ (φωνάζει στην πόρτα): Στείλτε στο φαρμακείο να πάρουν δεκαπέντε καπίκια σταγόνες βαλεριάνας και πέστε να φέρουν στο γραφείο του διευθυντή λίγο φρέσκο νερό! Σας το 'χω πει εκα­τό φορές! (Πηγαίνει στο γραφείο.) Είμαι ξεθεωμένος. Γράφω συνεχώς τέσσερα μερόνυχτα δί­χως να κλείσω μάτι. Απ' το πρωί ως το βράδυ γράφω εδώ κι από το βράδυ ως το πρωί στο σπί­τι. (Βήχει.) Καίει όλο το κορμί μου. Έχω ρίγος, πυρετό, βήχα, τα πόδια μου πονούν. Τα μάτια μου βλέπουν όλο... επιφωνήματα. (Κάθεται.) Αυτός ο παλιάνθρωπος ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου κάνει συνέχεια καμώματα. Σήμερα θα παρουσιάσει μια εισήγηση στη γενική συνέλευση με θέμα: «Η Τράπεζα μας στο παρόν και στο μέλλον». Τι Γαμβέττας είναι αυτός, θα σκεφθεί κανείς... (Γράφει.) Δύο... ένα... ένα... έξι... μηδέν... εφτά... Έπειτα, έξι... μηδέν... ένα... έξι... Θέλει να τους ρίξει στάχτη στα μάτια, κι εγώ κάθομαι και δουλεύω γι' αυτόν σαν είλωτας!... Αυτή την εισήγηση την παραγέμισε με ποιητικές ωραιολογίες και τίποτα περισσότε­ρο. Εγώ, στο μεταξύ, μπροστά στο αριθμητήριο όλη μέρα, που να τον πάρει ο διάολος και να τον σηκώσει!... (Χτυπάει στο αριθμητήριο.) Δεν έχω άλλη υπομονή! (Γράφει.) Να, ένα... τρία... εφτά... δύο... ένα... μηδέν... Μου υποσχέθηκε αμοιβή για τη δουλειά αυτή. Αν σήμερα πάνε όλα καλά και τα καταφέρει να εξαπατήσει τον κόσμο, μου υποσχέθηκε ένα χρυσό νόμισμα και τριακόσια ρούβλια, σαν δώρο... Θα δούμε. (Γρά­φει.) Αν όμως οι κόποι μου πάνε χαμένοι, τότε, μα την αλήθεια, δε θα φταίω εγώ... Είμαι οξύ­θυμος χαρακτήρας... Άμα θυμώσω, αδερφέ μου, μπορώ και να εγκληματήσω ακόμα... Μάλιστα!
(Πίσω από τη σκηνή θόρυβος και χειροκροτήματα. Ακούγεται η φωνή του Σιπούτσιν: «Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Είμαι πολύ συγκινημένος!». Μπαίνει ο Σιπούτσιν. Φοράει φράκο και άσπρη γραβάτα. Στα χέρια κρατάει ένα άλμπουμ που μόλις του πρόσφεραν.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (όρθιος στην πόρτα με μέτωπο προς τα γραφεία): Το δώρο σας αυτό, αγαπητοί συνάδελ­φοι, θα το φυλάω μέχρι να πεθάνω, σαν ενθύμιο των ευτυχέστερων ημερών της ζωής μου! Ναι, αξιότιμοι κύριοι! Άλλη μια φορά ευχαριστώ! (Στέλνει με τα δυο του χέρια ένα φιλί και πηγαίνει στον Χίριν.) Αγαπητέ μου, εντιμότατε μου Κουσμά Νικολάιτς!
(Την ώρα που βρίσκεται πάνω στη σκηνή οι υπάλληλοι μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο κρατώντας έγγραφα για υπογραφή.)
ΧΙΡΙΝ (σηκώνεται): Αντρέι Αντρέιτς, έχω την τιμή να σας συγχαρώ για την επέτειο των δεκαπέντε χρόνων της Τράπεζας μας και εύχομαι να...
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (του σφίγγει δυνατά το χέρι): Ευχαριστώ, αγαπητέ μου! Ευχαριστώ! Για τη σημερινή ση­μαντική μέρα, με την ευκαιρία της επετείου, νο­μίζω ότι μπορούμε και να αλληλοασπαστούμε!... (Ασπάζονται.) Πολύ, πολύ χαίρομαι! Σας ευχα­ριστώ για τις υπηρεσίες σας... Για όλα, για όλα σάς ευχαριστώ! Αν, όσο έχω την τιμή να είμαι πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής της τράπεζας, έχω κάνει κάτι χρήσιμο, το οφείλω, πρώτ' απ' όλα, στους συναδέλφους μου. (Αναστενάζει.) Μάλιστα, καλέ μου φίλε, δεκαπέντε χρό­νια! Δεκαπέντε χρόνια, είναι γεγονός, να μη με λένε Σιπούτσιν! (Ζωηρά.) Λοιπόν, πώς πάει η ει­σήγηση μου; Προχωρεί;
ΧΙΡΙΝ: Μάλιστα. Έμειναν μόνο πέντε σελίδες περί­που.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΘαυμάσια. Θα είναι, δηλαδή, έτοιμη ως τις τρεις;
ΧΙΡΙΝ: Αν δε μ' απασχολήσει κανένας, θα τελειώσω. Λίγες λεπτομέρειες έμειναν.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΠερίφημα. Περίφημα, να μη με λένε Σιπούτσιν! Η γενική συνέλευση είναι στις τέσσε­ρις. Κάντε μου μια χάρη, φίλε μου. Δώστε μου το πρώτο μισό να το διαβάσω δυο τρεις φορές... Δώστε το γρήγορα... (Το παίρνει.) Σ' αυτή την εισήγηση στηρίζω πολύ μεγάλες ελπίδες... Είναι η δική μου Profession de foi[1]. ή καλύτερα, θα έλε­γα, το πυροτέχνημ;ά μου... Πυροτεχνήματα, μα την αλήθεια, να μη με λένε Σιπούτσιν! (Κάθεται και διαβάζει από μέσα του την εισήγηση.) Νιώθω, ωστόσο, διαβολεμένη κούραση... Το βράδυ με πείραξαν τα αρθριτικά μου, όλο το πρωινό φρο­ντίδες και τρεχάματα, ύστερα αυτές οι συγκινή­σεις, οι επευφημίες, όλη αυτή η ενεργητικότητα... κουράστηκα!
ΧΙΡΙΝ (γράφει): Δύο... μηδέν... μηδέν... τρία... εννιά... δύο... μηδέν... Τα βλέπω όλα πράσινα μ' αυτούς εδώ τους αριθμούς... Τρία... ένα... έξι... τέσσε­ρα... ένα... πέντε... (Χτυπάει στο αριθμητήριο.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΑυτό που θα σας πω τώρα δεν είναι κα­θόλου ωραίο... Το πρωί σήμερα ήρθε η γυναίκα σας κι άρχισε πάλι τα παράπονα εναντίον σας. Χθες βράδυ, λέει, κυνηγούσατε, κρατώντας ένα μαχαίρι, αυτή και την κουνιάδα σας. Τι πράγμα­τα είν' αυτά, Κουσμά Νικολάιτς; Αχ, αχ!
ΧΙΡΙΝ (με αυστηρό ύφος): Αντρέι Αντρέιτς, παίρνω το θάρρος, χάρη στη σημερινή επέτειο, να σας υπο­βάλω μία παράκληση. Σας παρακαλώ πολύ, κι αυτό από σεβασμό προς την αβάσταχτη δουλειά μου εδώ, να μην επεμβαίνετε στην οικογενειακή μου ζωή. Μην το κάνετε, σας παρακαλώ!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (με αναστεναγμό): Έχετε ανυπόφορο χα­ρακτήρα, Κουσμά Νικολάιτς! Είστε θαυμάσιος κι αξιοσέβαστος, αλλά στις γυναίκες συμπεριφέ­ρεστε σαν να είστε κανένας μαχαιροβγάλτης. Μα την αλήθεια... Δεν καταλαβαίνω, γιατί τις μισεί­τε τόσο πολύ;
ΧΙΡΙΝ: Κι εγώ δεν καταλαβαίνω, για ποιο λόγο τις αγαπάτε τόσο πολύ;
(Παύση.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΟι υπάλληλοι προ ολίγου μου πρόσφεραν ένα άλμπουμ και οι μέτοχοι της Τράπεζας, έτσι άκουσα, θέλουν να μου κάνουν προσφώνηση και να μου προσφέρουν ένα ασημένιο κύπελλο... (Παίζει με το μονόκλ.) Ωραία, μα την αλήθεια, να μη με λένε Σιπούτσιν! Καθόλου περιττά δώρα. Για την προβολή της Τράπεζας χρειάζεται οπωσδήποτε κάποια μεγαλοπρέπεια, που να πάρει ο διάολος! Σεις είστε δικός μου άνθρωπος και τα γνωρίζετε, βέβαια, όλα... Την προσφώνη­ση την έγραψα εγώ ο ίδιος, κι όσο για το αση­μένιο κύπελλο, επίσης ο ίδιος το αγόρασα... Το εξώφυλλο της προσφώνησης μου κόστισε σαρά­ντα πέντε ρούβλια, αλλά δε γινόταν διαφορετι­κά. Κι αυτοί οι ίδιοι δε θα μπορούσαν να το φα­νταστούν. (Κοιτάζει γύρω του.) Τι ωραία επί­πλωση! Τι διαρρύθμιση! Λένε πως δίνω σημασία σε ασήμαντα πράγματα, ότι θέλω τις κλειδαριές στις πόρτες να είναι πάντα καθαρές, τους υπαλ­λήλους να φορούν μοντέρνες γραβάτες και στην είσοδο να στέκεται ένας παχύς πορτιέρης. Λοι­πόν, όχι, αγαπητοί μου κύριοι. Οι κλειδαριές στις πόρτες και ο παχύς πορτιέρης δεν είναι καθόλου λεπτομέρειες. Στο σπίτι μου μπορώ να είμαι ένας μικροαστός, να τρώω και να κοιμάμαι σαν γουρούνι, να μεθοκοπάω...
ΧΙΡΙΝ: Σας παρακαλώ πολύ, μην κάνετε υπαινιγ­μούς!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Μα κανένας δεν κάνει υπαινιγμούς! Τι ανυπόφορος χαρακτήρας είστε... Λέω λοιπόν: Στο σπίτι μου μπορώ να είμαι ένας άσημος μι­κροαστός και να έχω τις συνήθειες μου, εδώ όμως όλα πρέπει να είναι en grande[2]. Εδώ είναι τράπεζα! Κάθε λεπτομέρεια πρέπει να εντυπω­σιάζει ή, αν θέλετε, να εμπνέει επισημότητα. (Σηκώνει από το δάπεδο ένα χαρτί και το ρίχνει στο τζάκι.) Η δική μου προσφορά είναι ότι ανα­βάθμισα το όνομα και την υπόληψη της Τράπε­ζας!... Η ατμόσφαιρα και το περιβάλλον είναι μεγάλη υπόθεση! Μεγάλη υπόθεση, να μη με λέ­νε Σιπούτσιν. (Κοιτάζει εξεταστικά τον Χίριν.) Αγαπητέ μου, από λεπτό σε λεπτό μπορεί να κά­νει την εμφάνιση της η επιτροπή των μετόχων κι εσείς φοράτε τσόχινα παπούτσια, αυτό το κα­σκόλ... αυτό το σακάκι με το απαράδεκτο χρώ­μα... Θα μπορούσατε να φορέσετε φράκο ή, έστω, μια μαύρη ρεντιγκότα...
ΧΙΡΙΝ: Για μένα η υγεία είναι πιο πολύτιμη από τους μετόχους σας. Αισθάνομαι να καίει όλο μου το σώμα.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (μ' ανησυχία): Θα συμφωνήσετε ωστόσο ότι είστε ακατάστατα ντυμένος! Χαλάτε όλο το σύνολο!
ΧΙΡΙΝ: Όταν έρθει η επιτροπή, μπορώ και να κρυ­φτώ. Πού είναι το κακό... (Γράφει.) Εφτά... ένα... εφτά... δύο... ένα... πέντε... μηδέν. Ούτε και σε μένα αρέσουν οι ακαταστασίες... Εφτά... δύο... εννιά... (Χτυπάει στο αριθμητήριο.) Δεν μπορώ να τις υποφέρω! Θα κάνατε, ας πούμε, καλά αν δεν καλούσατε σήμερα τις κυρίες στο γεύμα για την επέτειο...
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Τι κουταμάρες είναι αυτές...
ΧΙΡΙΝ: Ξέρω εγώ, εσείς σήμερα θα γεμίσετε την αί­θουσα μ' αυτές για να κάνετε επίδειξη, αλλά προσέξτε: θα σας χαλάσουν όλη την εκδήλωση. Για όλα τα κακά και τις ανωμαλίες οι γυναίκες φταίνε.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Αντίθετα, η γυναικεία συντροφιά ανεβά­ζει το επίπεδο!
ΧΙΡΙΝ: Μάλιστα... Η δική σας γυναίκα νομίζω ότι εί­ναι μορφωμένη, αλλά την περασμένη Δευτέρα την άκουσα να ξεστομίζει τέτοια λόγια, που έκανα ύστερα δυο μέρες να συνέλθω. Στα καλά καθούμενα και μπροστά σε ξένους με ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι ο άντρας μου αγόρασε για λογαρια­σμό της τράπεζας μας ένα σωρό μετοχές της Ντιάζσκο-Πριάζσκο, οι οποίες έπεσαν στο χρη­ματιστήριο; Αχ ο άντρας μου ανησυχεί τόσο πο­λύ! ». Κι αυτά μπροστά σε ξένους! Γιατί είστε τό­σο αποκαλυπτικός στις γυναίκες, δεν καταλαβαί­νω! Θέλετε να σας οδηγήσουν στα δικαστήρια;
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Λοιπόν, φτάνει, αρκετά! Όλα αυτά είναι πολύ μελαγχολικά για να λέγονται την ημέρα της επετείου. Με την ευκαιρία, μου το θυμίσατε. (Κοιτάζει το ρολόι.) Όπου να 'ναι θα πρέπει να φτάσει η γυναίκα μου. Θα έπρεπε βέβαια να εί­χα πάει με τ' αμάξι να την περιμένω στο σταθ­μό τη φτωχούλα, αλλά δεν είχα καιρό και... και αισθάνομαι κουρασμένος. Να πω την αλήθεια, δεν είμαι ευχαριστημένος που έρχεται! Δηλαδή είμαι, αλλά θα ήταν πιο καλά για μένα αν έμε­νε δυο μερούλες ακόμα στη μητέρα της. Θα μου ζητήσει να περάσουμε μαζί όλο το βράδυ, και στο μεταξύ υποτίθεται ότι σήμερα μετά το γεύ­μα θα γίνει μια μικρή εκδρομή... (Ανατριχιάζει.) Ωστόσο αισθάνομαι να με πιάνει νευρική τρε­μούλα. Τα νεύρα μου είναι τόσο τεντωμένα, που με το παραμικρό νομίζω ότι θα βάλω τα κλάμα­τα! Όχι, πρέπει να φανώ δυνατός, μα την αλή­θεια, να μη με λένε Σιπούτσιν!
(Μπαίνει η Τατιάνα Αλεξέεβνα, με αδιάβροχο και τα­ξιδιωτική τσάντα στον ώμο.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΜπα! Κατά φωνή!
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ: Καλέ μου! (Τρέχει στον άντρα της, φιλί διαρκείας.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Μόλις τώρα μιλούσαμε για σένα!... (Κοι­τάζει το ρολόι.)
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (λαχανιασμένη): Μ' αποθύμη­σες; Είσαι καλά; Ακόμα δεν πήγα στο σπίτι, ήρ­θα κατευθείαν απ' το σταθμό. Έχω πολλά να σου πω, πολλά... δεν κρατιέμαι... Δε θα βγάλω τα ρούχα, ένα λεπτό μόνο. (Στον Χίριν.) Χαίρετε, Κουσμά Νικολάιτς! (Στον άντρα της.) Στο σπίτι όλα καλά;
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Καλά. Πάχυνες αυτή τη βδομάδα, ομόρ­φυνες... Λοιπόν; Πώς πήγε το ταξίδι;
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ: Περίφημα. Η μαμά και η Κάτια σού στέλνουν χαιρετίσματα. Ο Βασίλιι Αντρέιτς μού είπε να σε φιλήσω. (Τον φιλάει.) Η θεία σού στέλνει ένα βάζο με γλυκό. Είναι όλοι τους θυμωμένοι μαζί σου επειδή δεν τους γρά­φεις. Η Ζίνα μού είπε να σε φιλήσω. (Τον φιλάει.) Αχ, αν ήξερες τι έγινε! Τι έγινε! Φοβάμαι ακόμα και να το πω! Αχ, τι έγινε! Απ' τα μάτια σου, όμως, βλέπω ότι δε χαίρεσαι που με βλέ­πεις!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Το αντίθετο... Καλή μου... (Τη φιλάει.)
(Ο Χίριν βήχει θυμωμένος.)
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (αναστενάζει): Αχ, φτωχή μου Κάτια, φτωχή μου Κάτια! Τη λυπάμαι τόσο πο­λύ, τόσο πολύ!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Σήμερα, αγάπη μου, έχουμε την επέτειο της Τράπεζας. Από λεπτό σε λεπτό μπορεί να έρθει η επιτροπή των μετόχων. Δεν είσαι κατάλ­ληλα ντυμένη.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ: Βέβαια, την επέτειο! Κύριοι, τα συγχαρητήρια μου... Σας εύχομαι... Σήμερα δηλαδή έχει συγκέντρωση, γεύμα... Μ' αρέσουν αυτά. Θυμάσαι την ωραία προσφώνηση που έγραφες τόσο καιρό για τους μετόχους της Τρά­πεζας; Θα σου τη διαβάσουν σήμερα;
(Ο Χίριν βήχει θυμωμένος.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (αμήχανος): Αγάπη μου, δεν τα λένε αυ­τά τα πράγματα... Καλύτερα, μα την αλήθεια, να πήγαινες στο σπίτι.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ: Αμέσως, πηγαίνω. Ένα λεπτό να πω κάτι και φεύγω. Θα σου τα πω όλα απ' την αρχή. Λοιπόν... Όταν με συνόδευσες στο τρέ­νο, θυμάσαι, κάθισα δίπλα σ' εκείνη τη χοντρή κυ­ρία κι άρχισα να διαβάζω. Δε μ' αρέσει να πιά­νω κουβέντα μέσα στο βαγόνι. Περάσαμε τρεις σταθμούς κι εγώ διάβαζα συνέχεια, με κανέναν δεν άλλαξα ούτε μια λέξη... Ύστερα νύχτωσε και, ξέρεις, όλο και σκοτεινές σκέψεις έρχονται στο μυαλό σου! Απέναντι καθόταν ένας νέος, μελα­χρινός, αρκετά καλός κι εμφανίσιμος... Αρχίσα­με λοιπόν να μιλάμε... Ήρθε κι ένας ναυτικός κι ακόμα ένας, που είπε ότι είναι φοιτητής... (Γε­λάει.) Τους είπα ότι δεν είμαι παντρεμένη... Να έβλεπες πώς με φλερτάριζαν! Λέγαμε διάφορες φλυαρίες μέχρι τα μεσάνυχτα. Ο μελαχρινός μας είπε φοβερά αστεία ανέκδοτα κι ο ναυτικός όλη την ώρα τραγουδούσε. Μου πόνεσε το στήθος απ' τα γέλια. Όταν ο ναυτικός —αχ αυτοί οι ναυτι­κοί! —. όταν ο ναυτικός πάνω στην κουβέντα έμα­θε ότι με λένε Τατιάνα, ξέρεις τι τραγούδησε; (Τραγουδάει με μπάσα φωνή.) Εγώ, Ονέγκιν[3], δε θα το 'χω μυστικό, τρελά την Τατιάνα αγαπώ!... (Ξεκαρδίζεται από τα γέλια.)
(Ο Χίριν βήχει θυμωμένος.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΩστόσο, Τανιούσια, εμποδίζουμε τον Κουσμά Νικολάεβιτς να κάνει τη δουλειά του. Πήγαινε στο σπίτι, αγάπη μου... Θα τα πούμε αργότερα...
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑΔεν πειράζει, δεν πειράζει, ας τ' ακούσει κι αυτός, έχει πολύ ενδιαφέρον. Αμέ­σως, τελειώνω. Στο σταθμό ήρθε να με περιμέ­νει ο Σεριόζα. Κατά τύχη βρισκόταν εκεί κι ένας νέος, επιθεωρητής της εφορίας νομίζω... Καλο­βαλμένος κι έξοχος, με ιδιαίτερα όμορφα μά­τια... Ο Σεριόζα με σύστησε και φύγαμε μαζί κι οι τρεις... Ο καιρός ήταν θαυμάσιος...
(Πίσω από τη σκηνή ακούγονται φωνές: «Απαγορεύε­ται! Απαγορεύεται! Τι θέλετε;». Μπαίνει η Μερτσούτκινα.)
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ (στις πόρτες της εισόδου, κουνώντας προς τα πάνω το χέρι): Γιατί με κρατάτε; Ορί­στε μας! Θέλω να ιδώ τον ίδιο!... (Μπαίνει μέσα, στον Σιπούτσιν.) Έχω την τιμή, Εξοχότατε... Να- στάσια Φιοντόροβνα Μερτσούτκινα, σύζυγος του γραμματέα της νομαρχίας.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Τι επιθυμείτε;
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εξοχότατε, σας παρακαλώ να έχετε υπόψη σας ότι ο άντρας μου, ο γραμματέας της νομαρχίας, ο Μερτσούτκιν, ήταν άρρωστος πέντε μήνες. Στο διάστημα αυτό που ήταν στο κρεβά­τι κι έκανε θεραπεία, τον απέλυσαν χωρίς κανέ­να λόγο, Εξοχότατε. Όταν πήγα να πάρω το μι­σθό του, αυτοί, προσέξτε με σας παρακαλώ, κα­τακράτησαν είκοσι τέσσερα ρούβλια και τριάντα έξι καπίκια. Τους ρωτώ: Γιατί; «Δανειζόταν» λένε «απ' το ταμείο του συνεταιρισμού, με την εγγύηση τρίτων». Πώς είναι δυνατόν; Μπορού­σε μήπως να δανειστεί εκείνος λεφτά χωρίς τη συγκατάθεση μου; Αυτό, Εξοχότατε, δεν επιτρέ­πεται! Είμαι φτωχή γυναίκα, συντηρούμαι μόνο με τους νοικάρηδες... Είμαι αδύναμη, απροστά­τευτη... Υπομένω τις προσβολές ολονών κι από κανέναν δεν ακούω έναν καλό λόγο.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Επιτρέψτε μου... (Της παίρνει την αίτηση και τη διαβάζει όρθιος.)
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (στον Χίριν): Πρέπει να τα πω απ' την αρχή... Την περασμένη εβδομάδα παίρ­νω ξαφνικά ένα γράμμα της μαμάς. Μου γράφει ότι στην αδερφή μου την Κάτια έκανε πρόταση γάμου κάποιος Γκρεντιλέφσκι. Θαυμάσιος νέος και σεμνός, αλλά χωρίς καθόλου πόρους, και χω­ρίς κάποια συγκεκριμένη θέση. Της Κάτιας, να φαντασθείτε, για κακή της τύχη τής άρεσε. Τι να γίνει τώρα; Η μαμά γράφει να φύγω και να πάω αμέσως μήπως μπορέσω να τη μεταπείσω.
ΧΙΡΙΝ (αυστηρά): Συγγνώμη, με μπερδέψατε! Εσείς, η μαμά, η Κάτια, τα έχασα, τίποτα δεν καταλα­βαίνω.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ: Το πολύ που σας ενδιαφέρει! Να προσέχετε όταν σας μιλάει μια κυρία! Γιατί είστε τόσο θυμωμένος σήμερα; Μήπως είστε ερωτευμένος; (Γελάει.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (στη Μερτσούτχινα): Συγγνώμη όμως, πώς έγινε αυτό; Δεν καταλαβαίνω τίποτα...
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ: Ερωτευμένος; Αχά! Κοκκίνισε!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (στη γυναίκα του): Τανιούσια, πήγαινε, καλή μου, στα γραφεία για ένα λεπτό. Έρχομαι αμέσως.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ: Καλά. (Φεύγει.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Τίποτα δεν καταλαβαίνω. Όπως βλέπε­τε κι εσείς, κυρία μου, δεν είμαστε εμείς αρμό­διοι. Η αίτησή σας, στην πραγματικότητα, δεν έχει καμία σχέση με μας. Κάντε τον κόπο να αποταθείτε στην υπηρεσία που εργαζόταν ο άντρας σας.
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εγώ, καλέ μου κύριε, πήγα ήδη σε πέντε υπηρεσίες, και πουθενά ούτε καν την αί­τηση δε δέχτηκαν να πάρουν. Κοντεύω να χάσω τα λογικά μου, κι ευχαριστώ το γαμπρό μου, τον Μπορίς Ματβέιτς, που με συμβούλεψε να έρθω σ' εσάς. Μου είπε: «Μαμά, πηγαίνετε να δείτε τον κύριο Σιπούτσιν, είναι άνθρωπος με κύρος κι επιρροή, όλα μπορεί να τα κάνει...». Βοηθήστε με, Εξοχότατε!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Κυρία Μερτσούτκινα, εμείς εδώ τίποτα δεν μπορούμε να σας κάνουμε. Καταλάβετε το: Ο άντρας σας. απ' όσο μπορώ να κρίνω, υπηρε­τούσε στο τμήμα της στρατιωτικής ιατρικής. Το δικό μας όμως ίδρυμα είναι απολύτως ιδιωτικό, εμπορικό. Εδώ είναι τράπεζα. Γιατί δεν το καταλαβαίνετε αυτό!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ. Έχω πιστοποιητικό του γιατρού, Εξοχότατε, που λέει ότι ο άντρας μου ήταν άρ­ρωστος. Να το, κοιτάξτε το, αν έχετε την καλο­σύνη...
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (εκνευρισμένος): Πολύ καλά, σας πιστεύω, αλλά σας ξαναλέω ότι αυτό το πιστοποιητικό δεν αφορά εμάς.
(Πίσω από τη σκηνή ακούγεται το γέλιο της Τατιάνας, και στη συνέχεια ένα ανδρικό.)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (κοιτάζοντας προς την πόρτα): Να την εκεί, ενοχλεί τους υπαλλήλους. (Στη Μερτσούτ­κινα.) Περίεργο, θα έλεγα ακόμα και κωμικό. Ο άντρας σας, επιτέλους, δεν ξέρει πού να αποτα­θείτε;
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Ω, Εξοχότατε, αυτός τίποτα δεν ξέ­ρει. Όλο τα ίδια μ' αραδιάζει: «Δεν είναι δική σου δουλειά αυτή! Φύγε από δω!». Τίποτα άλ­λο...
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Σας λέω άλλη μια φορά. κυρία μου: Ο άντρας σας υπηρέτησε στο τμήμα της στρατιω­τικής ιατρικής, εδώ όμως είναι τράπεζα, είναι ιδιωτικό ίδρυμα, εμπορικό...
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εντάξει, εντάξει, εντάξει... Καταλα­βαίνω, καλέ μου κύριε. Τουλάχιστον, Εξοχότα­τε, προστάξτε να μου δώσουν, έστω, δεκαπέντε ρούβλια! Ας μη μου τα δώσουν όλα αμέσως, δεν έχω αντίρρηση.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (παίρνει βαθιά ανάσα): Ουφ!
ΧΙΡΙΝ: Αντρέι Αντρέιτς, έτσι όπως πάμε δε θα τε­λειώσω ποτέ την εισήγηση!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Αμέσως. (Στη Μερτσούτχινα.) Είστε ξε­ροκέφαλη. Καταλάβετέ το λοιπόν. Το να κάνε­τε σε μας αυτή την αίτηση είναι τόσο αλλόκοτο όσο είναι να υποβάλετε αίτηση διαζυγίου σ' ένα, ας πούμε, φαρμακείο ή σε κανένα πρόχειρα στημένο τσαντίρι. (Ακούγεται χτύπος στην πόρτα. Η φωνή της Τατιάνας Αλεξεεβνα: «Αντρέι, μπορώ να μπω μέσα;».) (Φωνάζει.) Μισό λεπτό, αγάπη μου, περίμενε! (Στη Μερτσούτκινα.) Δε σας έδωσαν όλα τα λε­φτά, αλλά τι σχέση έχουμε εμείς; Πέρα απ' αυ­τό, κυρία μου, σήμερα είναι η επέτειος της Τρά­πεζας, είμαστε όλοι απασχολημένοι... Μπορεί να μπει κάποιος μέσα... Με συγχωρείτε...
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εξοχότατε, λυπηθείτε με την ορφα­νή! Είμαι μια ανήμπορη κι απροστάτευτη γυναί­κα... Τα βάσανα μ' έχουν σκοτώσει... Με τους νοικάρηδες είμαι στα δικαστήρια, έχω τις σκο­τούρες του άντρα μου, όλο το νοικοκυριό στις πλάτες μου, κι από πάνω έχω και το γαμπρό μου χωρίς δουλειά.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Κυρία Μερτσούτκινα, εγώ... Όχι, όχι, με συγχωρείτε, δεν μπορώ να μιλήσω μαζί σας! Αι­σθάνομαι να γυρίζει το κεφάλι μου... Κι εμάς εμποδίζετε κι εσείς χάνετε άδικα τον καιρό σας... (Παίρνει βαθιά ανάσα, μονολογεί.) Έχου­με μπλέξει τώρα, να μη με λένε Σιπούτσιν! (Στον Χίριν.) Κουσμά Νικολάιτς, εξηγήστε, σας παρα­καλώ, στην κυρία Μερτσούτκινα... (Κουνάει το χέρι και πηγαίνει στο γραφείο του διοικητικού συμβουλίου.)
ΧΙΡΙΝ (πλησιάζει τη Μερτσούτκινα με αυστηρό ύφος): Τι θέλετε;
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Είμαι μια αδύναμη κι απροστάτευ­τη γυναίκα... Μπορεί στην όψη να φαίνομαι γε­ρή, αλλά, αν με καλοεξετάσεις, τίποτα δεν πάει καλά επάνω μου! Μόλις που μπορώ και στέκο­μαι στα πόδια μου, κι όσο για όρεξη, δεν έχω καθόλου. Λίγο καφέ ήπια σήμερα, κι αυτόν όμως χωρίς καμία ευχαρίστηση.
ΧΙΡΙΝ: Σας ρωτώ, τι θέλετε;
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Προστάξτε, καλέ μου άνθρωπε, να μου δώσουν δεκαπέντε ρούβλια. Τα υπόλοιπα, δεν πειράζει, έστω και σ' ένα μήνα.
ΧΙΡΙΝ: Μα νομίζω ότι σας μίλησαν στα ρωσικά: Εδώ είναι τράπεζα!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Ναι, το ξέρω... Κι αν χρειάζεται, μπορώ να σας δείξω και το πιστοποιητικό του γιατρού.
ΧΙΡΙΝ: Κεφάλι είναι αυτό που έχετε πάνω στους ώμους σας;
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Καλέ μου άνθρωπε, εγώ ζητάω ό,τι λέει ο νόμος. Δε θέλω ξένα λεφτά εγώ.
ΧΙΡΙΝ: Σας ρωτώ, μαντάμ: Αυτό που έχετε πάνω στους ώμους σας είναι κεφάλι ή κάτι άλλο; Λοιπόν, να με πάρει ο διάολος και να με σηκώσει, δεν έχω ούτε μια στιγμή καιρό για να μιλάω μα­ζί σας! Είμαι απασχολημένος. (Δείχνει προς την πόρτα.) Παρακαλώ!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ (έκπληκτη): Και με τα λεφτά τι θα γί­νει;
ΧΙΡΙΝ: Με δυο λόγια δηλαδή, να τι έχετε πάνω στους ώμους σας... (Χτυπάει με το δάχτυλο το τραπέζι κι ύστερα το μέτωπο του.)
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ (προσβάλλεται): Τι; Λοιπόν, ας είναι, δεν πειράζει... Στη γυναίκα σου να μιλάς έτσι, όχι σε μένα... Εγώ είμαι γυναίκα του γραμμα­τέα της νομαρχίας... Δεν τα σηκώνω εγώ αυτά!
ΧΙΡΙΝ (έξαλλος από θυμό. χαμηλόφωνα):   Φύγε από δω!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Ναι, μάλιστα... Δεν τα σηκώνω!
ΧΙΡΙΝ (χαμηλόφωνα): Αν δε φύγεις αυτή τη στιγμή, θα φωνάξω το φύλακα! Πήγαινε! (Χτυπάει τα πόδια στο πάτωμα.)
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Δεν τα φοβάμαι εγώ αυτά! Έχουν δει τα μάτια μου πολλά τέτοια... Παλιοκαλαμαρά!
ΧΙΡΙΝ: Νομίζω πως ποτέ στη ζωή μου δεν είδα τόσο αντιπαθητικό άνθρωπο... Ουφ! Πάει να σπάσει το κεφάλι μου... (Αναπνέει βαριά.) Θα στο πω άλλη μια φορά... Ακούς; Αν δε φύγεις από δω, παλιοστρίγγλα, θα σε κάνω σκόνη! Εκεί που έχω φτάσει τώρα, είμαι ικανός να σ' αφήσω ανάπη­ρη για όλη σου τη ζωή! Μπορώ και να εγκλημα­τήσω!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Λόγια του αέρα. Δε σε φοβάμαι. Τα μάτια μου είδαν πολλά τέτοια.
ΧΙΡΙΝ (σε απόγνωση): Δεν μπορώ να τη βλέπω! Δεν αισθάνομαι καλά! Δεν μπορώ! (Πηγαίνει και κά­θεται στο τραπέζι.) Γέμισε η Τράπεζα γυναίκες, δεν μπορώ να γράψω την εισήγηση! Δεν μπορώ!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Δε ζητάω ξένα λεφτά. Τα δικά μου θέλω, όπως το λέει κι ο νόμος. Κοίταξε να δεις, ο αδιάντροπος! Σ' ένα μέρος σαν αυτό εδώ, φο­ράει τσόχινες μπότες... Χωριάτη...
Μπαίνουν ο Σιπούτσιν και η Τατιάνα Αλεξεεβνα.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (μπαίνει ακολουθώντας τον άντρα της): Το βράδυ πήγαμε στο πάρτι των Μπερέζνιτσκι. Η Κάτια φορούσε γαλάζιο μετα­ξωτό φόρεμα με λεπτή δαντέλα και λαιμόκοψη... Της πάνε πολύ τα γυρισμένα προς τα πά­νω μαλλιά, και τη χτένισα εγώ η ίδια. Έτσι ντυ­μένη και χτενισμένη ήταν απλά μαγεία!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (με ημικρανία): Ναι, βέβαια... μαγεία... Όπου να 'ναι μπορεί να έρθουν.
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εξοχότατε!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (βαρύθυμος): Τι είναι πάλι; Τι θέλετε;
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εξοχότατε!... (Δείχνει τον Χίριν.) Αυ­τός που βλέπετε... ναι. αυτός εδώ, χτύπησε με το δάχτυλο το μέτωπο του, κι ύστερα το τραπέ­ζι... Εσείς προστάξατε να εξετάσει την υπόθεση μου κι αυτός κοροϊδεύει και λέει ό,τι θέλει. Εί­μαι ανήμπορη κι απροστάτευτη γυναίκα...
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Καλά, κυρία μου, θα την εξετάσω εγώ... Θα λάβω τα κατάλληλα μέτρα... Πηγαίνετε τώ­ρα... Αργότερα! (Μονολογεί.) Αρχίζουν να μ' ενοχλούν τα αρθριτικά μου!...
ΧΙΡΙΝ (πλησιάζει τον Σιπούτσιν, χαμηλόφωνα): Αντρέι Αντρέιτς, προστάξτε να έρθει ο θυρωρός και να την πετάξει έξω με τις κλοτσιές. Τι πράγματα είν' αυτά;
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (τρομαγμένος): Όχι, όχι! Θ' αρχίσει να στριγγλίζει, στο κτίριο μένει πολύς κόσμος.
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εξοχότατε!...
ΧΙΡΙΝ (κλαψιάρικα): Μα πρέπει να γράψω την εισή­γηση! Δε θα προλάβω!... (Γυρίζει στο τραπέζι.) Δεν μπορώ!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Πότε θα πάρω λοιπόν τα λεφτά, Εξο­χότατε; Μου χρειάζονται σήμερα, τώρα.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (μονολογεί οργισμένος): Παράξενο, άτι­μο παλιογύναιο! (Σ’ αυτή, με μαλακό τόνο.) Κυ­ρία μου, σας το 'χω ήδη πει. Εδώ είναι τράπεζα, είναι ιδιωτικό εμπορικό ίδρυμα...
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Κάντε μου τη χάρη, Εξοχότατε, σας μιλάω σαν πραγματικό πατέρα μου... Αν δε φτά­νει το πιστοποιητικό του γιατρού, μπορώ να σας φέρω και βεβαίωση από το αστυνομικό τμήμα. Πέστε να μου δώσουν τα λεφτά!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (αναπνέει βαριά): Ουφ!
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (στη Μερτσούτκινα): Γιαγιά, αφού σας λένε ότι τους εμποδίζετε. Τι άνθρω­πος είστε αλήθεια!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εγώ, ομορφούλα μου, εγώ, μανούλα μου, δεν έχω κανέναν να με φροντίσει. Όσο για το τι τρώω και τι πίνω, ούτε κουβέντα να γίνε­ται. Μόνο λίγο καφέ ήπια σήμερα, αλλά δεν τον ευχαριστήθηκα κι αυτόν.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (αποκαμωμένος, στη Μερτσούτκινα): Πόσα λεφτά θέλετε;
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Είκοσι τέσσερα ρούβλια και τριάντα έξι καπίκια.
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Καλά! (Βγάζει απ το πορτοφόλι είκοσι πέντε ρούβλια και της τα δίνει.) Να, είκοσι πέντε ρούβλια. Πάρτε τα και... φύγετε. (Ο Χίριν βήχει θυμωμένος.)
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Ταπεινά σας ευχαριστώ, Εξοχότατε... (Παίρνει και κρύβει τα λεφτά.)
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (κάθεται κοντά στον άντρα της): Εγώ, ωστόσο, πρέπει να πάω στο σπίτι... (Κοι­τάζει το ρολόι.) Αλλά δεν τελείωσα ακόμα... Σ' ένα λεπτό τελειώνω και φεύγω... Τι ωραία που ήταν! Αχ, τι ωραία! Έτσι, λοιπόν, το βράδυ πή­γαμε στους Μπερέζνιτσκι... Δεν ήταν άσχημα, περάσαμε ωραία, αλλά όχι κάτι το ιδιαίτερο... Ήταν βέβαια και ο θαυμαστής της Κάτιας, ο Γκρεντιλέφσκι... Μίλησα λοιπόν μαζί της, έκλαψα λιγάκι και προσπάθησα να την επηρεάσω. Οι δυο τους τα είπαν μετά κι εκείνη του αρνήθηκε. Ύστερα απ' αυτό, νομίζω, όλα έγιναν όσο δεν μπορούσαν να γίνουν καλύτερα: Τη μαμά την καθησύχασα, την Κάτια την έσωσα και μπορώ τώρα να είμαι ήσυχη... Τι, λοιπόν, φαντάζεσαι ότι έγινε μετά; Ακριβώς πριν απ' το δείπνο, πη­γαίνουμε εγώ και η Κάτια έναν περίπατο στην αλέα και ξαφνικά... (Ταραγμένη.) Και ξαφνικά ακούμε έναν πυροβολισμό... Όχι, δεν μπορώ να συνεχίσω με ψυχραιμία! (Κάνει αέρα με το μα­ντίλι.) Όχι, δεν μπορώ!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (αναστενάζει): Ουφ!
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (κλαίει): Τρέχουμε στο περί­πτερο του αλσυλλίου κι εκεί... εκεί βλέπουμε ξαπλωμένο τον φτωχό Γκρεντιλέφσκι... με το πιστόλι στο χέρι...
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Όχι, δε θα το αντέξω αυτό! Δε θα το αντέ- ξω! (Στη Μερτσούτκινα.) Τι άλλο θέλετε εσείς;
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εξοχότατε, θα μπορούσε ο άντρας μου να πάει πάλι στη δουλειά του;
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (κλαίγοντας): Πυροβολήθηκε κατευθείαν στην καρδιά... να, εδώ... Η Κάτια έπεσε λιπόθυμη, η φτωχούλα... Αυτός ήταν φοβερά τρομαγμένος, κι έτσι πεσμένος όπως ήταν... ζήτησε να φωνάξουμε γιατρό. Ο γιατρός ήρθε γρήγορα και τον έσωσε, τον δύστυχο...
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Εξοχότατε, θα μπορούσε ο άντρας μου να πάει πάλι στη δουλειά του;
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ: Όχι, δε θα το αντέξω! (Κλαίει.) Δε θα αντέξω! (Απλώνει και τα δυο χέρια στον Χίριν, αγανακτισμένος.) Βγάλτε την έξω! Διώξτε τη, σας ικετεύω!
ΧΙΡΙΝ (πλησιάζει την Τατιάνα Αλεξεεβνα): Φύγε από δω!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΌχι αυτή. Ετούτη εδώ... ετούτη τη φρικτή... (Δείχνει τη Μερτσούτκινα.) Να, ετούτη! ΧΙΡΙΝ (δεν τον καταλαβαίνει, στην Τατιάνα Αλεξεεβνα): Φύγε από δω! (Χτυπάει στο πάτωμα με τα πόδια.) Μπρος, φύγε!
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑΤι; Τι πάθατε; Τρελαθήκατε;
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΕίναι φοβερό! Είμαι δυστυχισμένος! Διώξτε τη! Διώξτε τη!
ΧΙΡΙΝ (στην Τατιάνα Αλεξεεβνα): Φύγε, θα σε σακατέψω! Θα σ' ακρωτηριάσω! Θα εγκληματήσω! ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (τρέχει πιο πέρα, αυτός από κοντά της): Πώς τολμάτε! Αναιδέστατε! (Φωνάζει δυνατά.) Αντρέι! Σώσε με! (Τσιρίζει.) Αντρέι!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (τρέχει από πίσω τους): Σταματήστε! Σας ικετεύω! Σωπάστε! Λυπηθείτε με!
ΧΙΡΙΝ (κυνηγάει τη Μερτσούτκινα): Φύγε από δω! Πιάστε τη! Χτυπήστε τη! Σφάξτε τη!
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝ (φωνάζει): Σταματήστε! Σας παρακαλώ! Σας ικετεύω!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Χριστέ και Παναγιά... Χριστέ και Παναγιά!... (Τσιρίζει.) Χριστέ και Παναγιά!...
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (φωνάζει): Σώστε με! Σώστε με!... Αχ, αχ... Λιποθυμάω! Δεν είμαι καλά! (Πηδάει σε μια καρέκλα. Πέφτει ύστερα στο σοφά και βογκάει, φαίνεται σαν να λιποθύμησε.)
ΧΙΡΙΝ (κυνηγάει τη Μερτσούτκινα): Χτυπήστε τη! Δώστε της ξύλο! Κάντε την κιμά!
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ: Αχ, αχ... Χριστέ μου, σκοτείνιασαν τα μάτια μου! Αχ! (Πέφτει αναίσθητη στα χέρια του Σιπούτσιν. Χτύπος στην πόρτα. Φωνή πίσω απ' τη σκηνή: «Η Επιτροπή!».)
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΕπιτροπή... φήμη καλή... κατοχή...
ΧΙΡΙΝ (χτυπάει στο πάτωμα με τα πόδια): Έξω από δω, που να με πάρει ο διάολος! (Ανασκουμπώνεται.) Δώστε τη σε μένα! Μπορώ να κάνω έγκλημα!
(Μπαίνει η επιτροπή, που αποτελείται από πέντε άτομα. Φορούν όλοι τους φράκο. Ο ένας κρατάει την ει­σήγηση, βιβλιοδετημένη με βελούδο, κι ένας άλλος κύπελλο σε μορφή κανάτας με καπάκι. Οι υπάλληλοι κοιτάζουν από την πόρτα των γραφείωνΗ Τατιάνα Αλεξέεβνα ξαπλωμένη στο σοφά, η Μερτσούτκινα στα χέρια του Σιπούτσιν. Κι απ' τις δυο ακούγεται σιγανό βογκητό.)
ΜΕΤΟΧΟΣ: (διαβάζει δυνατά): Αξιότιμε και αγαπητέ Αντρέι Αντρέιτς! Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν του οικονομολογικού μας ιδρύματος και διατρέχοντας με το νου μας την ιστορία της βαθμιαίας ανάπτυξης του, αποκομίζουμε μία υψηλού βαθμού ευχάριστη εντύπωση. Είναι αλήθεια ότι τον πρώτο καιρό της ύπαρξης του το χαμηλό μέτρο του αρχικού κεφαλαίου, η απουσία μερικών σοβαρών λειτουργιών, καθώς και η έλλειψη καθορισμένων στόχων, έθεσαν ωμά το αμλετικό ερώτημα: «Να ζει κανείς ή να μη ζει;». Υπήρξε μάλιστα μία περίοδος που μερικοί εψήφισαν υπέρ του κλεισίματος της Τράπεζας. Αλλά να. επικεφαλής του ιδρύματος είστε τώρα εσείς. Οι γνώσεις σας, η ενεργητικότητα και το τακτ που σας χαρακτηρίζει ήταν η αιτία για την εξαιρετική επιτυχία και τη σπάνια άνθηση. Η φήμη της Τράπεζας... (Βήχει.) Η φήμη της Τράπεζας...
ΜΕΡΤΣΟΥΤΚΙΝΑ (βογκάει): Οχ! Οχ!
ΤΑΤΙΑΝΑ ΑΛΕΞΕΕΒΝΑ (βογκάει): Νερό! Νερό!
ΜΕΤΟΧΟΣ (συνεχίζει): Η φήμη... (Βήχει.) Η φήμη της Τράπεζας ανήλθε από σας σε τέτοιο βαθμό, ώστε το ίδρυμα μας μπορεί τώρα να ανταγωνιστεί με τα καλύτερα ιδρύματα του εξωτερικού...
ΣΙΠΟΥΤΣΙΝΕπιτροπή... φήμη καλή... κατοχή... Μια μέρα προς το σούρουπο δυο φίλοι περπατούσαν, σκοτούρες είχανε πολλές και σοβαρά μιλούσαν... Μη λες ποτέ τα νιάτα μου βάσανα είχαν χίλια, κι ότι κουρέλι τα 'κανε η ίδια μου η ζήλια.
ΜΕΤΟΧΟΣ (συνεχίζει αμήχανος): Ρίχνοντας μια αντικειμενική ματιά στο παρόν, εμείς, αξιότιμε κι αγαπητέ Αντρέι Αντρέιτς... (Χαμηλώνει τον τόνο.) Υπό αυτάς τας περιστάσεις, ας το αναβάλουμε για αργότερα... Νομίζω καλύτερα για αργότερα. ..
(Αποχωρεί σαστισμένος.)
ΑΥΛΑΙΑ



[1] Θρησκευτική πίστη.
[2]  Στην εντέλεια.
[3] Από το ποίημα του Πούσκιν «Ευγένιος Ονέγκιν».